- σταθμώ
- (I)-άω και ιων. τ. -έω, Α [στάθμη]1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.)2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.)3. (το μέσ.) σταθμῶμαια) βρίσκω με υπολογισμό την αξία ενός πράγματος ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα για κάτι (α. «αὐτὸ τὸ σῶμα ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», Λουκιαν.β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», Σοφ.)β) βεβαιώνω, πιστοποιώ κάτι ως μέτρο για χρήσηγ) αποδίδω βαρύτητα, σημασία σε κάτι.————————(II)-όω, Α [στάθμη](το μέσ.) σταθμοῡμαι, -όομαικαταλήγω σε εκτίμηση, εξάγω συμπέρασμα.
Dictionary of Greek. 2013.